- νυστάζοντας
- νυστάζωto be half asleeppres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιμητικώς — κοιμητικῶς (Α) επίρρ. 1. νυσταλέα, νυστάζοντας 2. φρ. «κοιμητικώς ἔχω» α) θέλω να κοιμηθώ β) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιμῶμαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κοιμητικός] … Dictionary of Greek